- εξαγωγέας
- ο (Α ἐξαγωγεύς) [εξάγω]νεοελλ.1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας»)2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγήαρχ.αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής στρατιωτικής μονάδας ή τη βασίλισσα τών μελισσών).
Dictionary of Greek. 2013.